ποσσίκλυτος

ποσσίκλυτος
ποσσί-κλῠτος, ον,
A famed for swiftness of foot, Dionys. ap. St.Byz. s.v. Κάσπειρος.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ποσσίκλυτος — ον, Α ξακουστός για τα πόδια του, για την ταχύτητα στο τρέξιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποσσί, επικ. τ. δοτ. πληθ. τού πούς + κλυτός (< κλύω), πρβλ. θεόκλυτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”